- δοκιμῇ
- δοκιμάζωassayfut ind mid 2nd sg (doric)δοκιμάζωassayfut ind act 3rd sg (doric)δοκιμήprooffem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δοκιμή — proof fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.δοκιμή — Infobox Top level domain name=.δοκιμή background=#D2B48C introduced=? type=Proposed generic top level domain status=? registry=? sponsor= intendeduse=Greek communities actualuse=? restrictions=? structure=? document=? disputepolicy=? website=http … Wikipedia
δοκιμή — η 1. έλεγχος, εξέταση της ποιότητας ή της ιδιότητας: Πάντα κάνω μια δοκιμή στο φαγητό την ώρα που μαγειρεύω. 2. απόπειρα, προσπάθεια: Κάνε μια δοκιμή για την άσκηση. 3. πρόβα: Πήγε για δοκιμή του καινούριου σακακιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δοκιμή — η (AM δοκιμή) [δόκιμος] 1. δοκιμασία, εξέταση, έλεγχος 2. απόδειξη νεοελλ. 1. δοκιμαστική εκτέλεση συναυλίας, θεατρικού έργου κ.λπ. για την αρτιότερη προετοιμασία του, πρόβα 2. έλεγχος ενδυμάτων, υποδημάτων κ.λπ. από τον αγοραστή για την… … Dictionary of Greek
δοκιμῆι — δοκιμῇ , δοκιμάζω assay fut ind mid 2nd sg (doric) δοκιμῇ , δοκιμάζω assay fut ind act 3rd sg (doric) δοκιμῇ , δοκιμή proof fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμέων — δοκιμή proof fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμήν — δοκιμή proof fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
ατομική βόμβα — Καταστροφικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιεί την ενέργεια που παράγεται από μια πυρηνική αντίδραση. Συνήθως ο όρος α.β. αναφέρεται στις βόμβες που χρησιμοποιούν ενέργεια της σχάσης (λεγόμενες βόμβες Α), ενώ οι βόμβες που χρησιμοποιούν την ενέργεια… … Dictionary of Greek